- στρατιωτοτόπιον
- και στρατιωτόπιον, τὸ, Μσυν. στον πληθ. τὰ στρατιωτοτόπια και στρατιωτόπια(στο Βυζ.) οι εκτάσεις γης που βρίσκονταν κοντά στη μεθόριο και τις οποίες το κράτος παραχωρούσε δωρεάν στους στρατιωτικούς για να εγκατασταθούν εκεί μαζί με τις οικογένειές τους, υπερασπίζοντας ταυτόχρονα και τα σύνορα τής Χώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατιώτης + -τόπιον (< τόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.